- προσκεκλημένων
- προσκαλέωcall onperf part mp fem gen plπροσκαλέωcall onperf part mp masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ατρικλίνης — ἀτρικλίνης, ο (Μ) βυζαντινός αξιωματούχος που επέβλεπε τη φροντίδα των προσκεκλημένων σε τραπέζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. a triclinio] … Dictionary of Greek
δεξίωση — η (AM δεξίωσις) [δεξιούμαι] το να απλώνει κανείς το χέρι για να χαιρετίσει κάποιον νεοελλ. 1. η υποδοχή προσκεκλημένων σε εορταστική εκδήλωση ή επίσημη συγκέντρωση 2. παράσταση σε επιτύμβιες στήλες, στην οποία το ένα από τα εικονιζόμενα πρόσωπα… … Dictionary of Greek
καλεσιά — η [καλώ] 1. κάλεσμα 2. (περιληπτ.) το σύνολο τών προσκεκλημένων, οι καλεσμένοι … Dictionary of Greek
ονοματολόγος — ο, η (Α ὀνοματολόγος) αυτός που ασχολείται με τη συλλογή και την ερμηνεία ονομάτων, λέξεων νεοελλ. 1. επιστήμονας που ασχολείται με την ονοματολογία. 2. ονοματοθέτης αρχ. αυτός που αναγγέλλει τα ονόματα τών προσκεκλημένων σε μια εκδήλωση,… … Dictionary of Greek